- αζαχάριαστος
- αζαχάριαστος, -η, -ο και αζαχάρωτος, -η, -οαυτός που δε ζαχαριάζει, που το ζάχαρό του δεν παθαίνει κρυστάλλωση: Καταφέρνει τα γλυκά της να μένουν αζαχάριαστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.