αζαχάριαστος

αζαχάριαστος
αζαχάριαστος, -η, -ο και αζαχάρωτος, -η, -ο
αυτός που δε ζαχαριάζει, που το ζάχαρό του δεν παθαίνει κρυστάλλωση: Καταφέρνει τα γλυκά της να μένουν αζαχάριαστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αζαχάριαστος — η, ο [ζαχαριάζω] 1. αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με ζάχαρη 2. αυτός που δεν τού έπηξε η ζάχαρη, που δεν κρυσταλλώθηκε (συνήθως για γλυκά με σιρόπι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”